θάλλει

θάλλει
θάλλω
sprout
pres ind mp 2nd sg
θάλλω
sprout
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θάλλω — Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν μία από τις τρεις Ώρες, που ταυτιζόταν συμβολικά με την ανοιξιάτικη βλάστηση. Στο όνομά της ορκίζονταν οι έφηβοι της αρχαίας Αθήνας. * * * (AM θάλλω) 1. βλαστάνω, ανθώ, ευδοκιμώ (α. «σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Phrasen/Omega — Omega Inhaltsverzeichnis 1 Ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι …   Deutsch Wikipedia

  • Wanderer, kommst du nach Sparta — Omega Inhaltsverzeichnis 1 Ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι. 2 Ὦ γάμοι, γάμοι …   Deutsch Wikipedia

  • APIS — I. APIS Argivorum Rex II. Iovis fil. ex Niobe Phoronei filia, alio nomine Osiris appellatus, Isidem uxorem duxit; Achaiae regnô Aegialeo fratri concessô in Aegyptum traiecit: ubi cum homines rudes ad mitiotem vitae cultum traduxisset,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ένθαλλος — ἔνθαλλος, ον (Α) [θαλλός] αυτός που θάλλει, που βλαστάνει, που βρίσκεται σε θαλερότητα, θαλερός …   Dictionary of Greek

  • ίασπις — Κρυπτοκρυσταλλική αδιαφανής ποικιλία του χαλκηδονίου, παραλλαγή του χαλαζία (SiO2). Παρουσιάζεται με διάφορες και συχνά ζωηρόχρωμες αποχρώσεις: από γαλάζιο έως κίτρινο και από φαιό έως κόκκινο. Η μεγάλη ποικιλία των χρωμάτων του οφείλεται στον… …   Dictionary of Greek

  • αειβλαστής — ἀειβλαστής, ές (Α) αυτός που πάντοτε βλαστάνει, θάλλει, ο αειθαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + βλαστάνω] …   Dictionary of Greek

  • αειθαλής — ες (Α ἀειθαλής) 1. (για φυτά) αυτός που θάλλει συνεχώς, που διατηρεί το φύλλωμά του σε όλες τις εποχές τού έτους 2. (για πρόσωπα) ο πάντα θαλερός, ακμαίος, σφριγηλός αρχ. 1. άφθαρτος, ακατάλυτος, αιώνιος 2. (το ουδ. ως ουσ. στη φρ.) «τὸ ἀειθαλὲς… …   Dictionary of Greek

  • αμφιθαλής — ές (Α ἀμφιθαλής) [θάλος] νεοελλ. αυτός που έχει κοινούς με άλλον και τους δύο γονείς «αμφιθαλείς αδελφοί», οι ομοπάτριοι και ομομήτριοι (πρβλ. ετεροθαλής) αρχ. 1. κυριολεκτικά, αυτός που θάλλει, που ανθίζει και από τις δύο πλευρές (λέγεται για το …   Dictionary of Greek

  • ενθάλλω — ἐνθάλλω (Α) [θάλλω] συνήθ. στη μτχ. παρακμ. ἐντεθηλώς αυτός που θάλλει, ο θαλερός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”